τιμογραφώ

τιμογραφώ
-έω, Α
1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ)
2. (το γ' εν. πρόσ. τού ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -γραφῶ (< -γράφος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμογραφία — ἡ, Α [τιμογραφῶ] ο προσδιορισμός τής χρηματικής δόσης που πρέπει να καταβληθεί ή η εκτίμηση οφειλόμενου χρέους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”