- τιμογραφώ
- -έω, Α1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ)2. (το γ' εν. πρόσ. τού ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν».[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -γραφῶ (< -γράφος*)].
Dictionary of Greek. 2013.